- σκορδέλαιο
- τοαιθέριο έλαιο που βγαίνει από τα σκόρδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκορδέλαιο — και σκοροδέλαιο, το, Ν βοτ. τό αιθέριο έλαιο το οποίο περιέχουν οι βολβοί τού σκόρδου και που παράγεται κατά την απόσταξή τους με υδρατμούς, έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του το θειούχο αλληλοπροπύλιο και το θειούχο διαλλύλιο και χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
σκοροδέλαιο — το, Ν βλ. σκορδέλαιο … Dictionary of Greek
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek
άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… … Dictionary of Greek